-
1 ὀρφανός
A orphan, without parents, fatherless,αἱ δ' ἐλίποντο ὀρφαναί Od.20.68
;ὀ. τέκνα Hes.Op. 330
;παῖδά τ' ὀ. λιπεῖν S.Aj. 653
: as Subst., orphan,ἐπίκληροι καὶ ὀ. Lys.26.12
;ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς Pl.Lg. 926c
;ὀρφανῶν κάκωσις Arist.
Ath.56.6, cf. IG12.6.124: also in neut., ; of animals, ; ὀ. οἶκος, δόμος, S.Fr. 943, E.Alc. 657 : metaph., neglected,ἡ δέλτος ὀρφανὴ κεῖται Herod.3.15
; ὀρφανὰ κεῖται σκῦλα Epigr. ap. Paus.1.13.3.II c. gen., bereaved or bereft of,1 of children, ὀ. πατρός reft of father, E.El. 914, 1010 ;τοῦ πατρὸς ὀ. D.57.70
;γονέων Plu.2.293d
, etc.2 of parents, πότμον ὀρφανὸν γενεᾶς childless, Pi.O.9.61 ; ὀ. παιδός, τέκνων, E.Hec. 149 (anap.), Fr.332.6;νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος S.Ant. 425
.3 generally,ὀ. ἑτάρων Pi.I.7(6).10
, cf. Pl.Lg. 730d; ;ἐπιστήμης Pl.Alc.2.147a
;κρατός Sosith.2.20
; ὀρφανοὶ ὕβριος free from insolence, Pi.I.4(3).8(26) ;ψόφον.. Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος Id.Pae.6.9
; ὀ. μαχᾶν, = ἀπόμαχος, Tim.Pers. 154 ; ὀρφανὴ βίου, i.e. poor, Herod.3.39 ;ὀ. ἀγκίστρου κάλαμος AP 12.42
(Diosc.): Com. metaph., ὀ. ταρίχιον salt-fish without sauce, Pherecr.22 (dub. l.). (A shorter form ὀρφο- appears in ὀρφο-βότης (q.v.), ὀρφόω, cf. Lat. orbus, Goth. arbi 'inheritance'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρφανός
См. также в других словарях:
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek